- πρακτικαί
- πρακτικόςfit forfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρακτικός — ἡ, ὁ / πρακτικός, ἡ, όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [πρακτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, εμπειρικός (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική λύση» δ. «πρακτικός βίος» ενεργητικός βίος, Αριστοτ. ε.… … Dictionary of Greek
Καλλίνικος, Κωνσταντίνος — (Αλάτσατα Σμύρνης 1870 – 1940). Κληρικός, θεολόγος και συγγραφέας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και εφημέριος στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη και από το 1904 ως προϊστάμενος της ελληνικής κοινότητας του… … Dictionary of Greek